δυσαρεστῇς

δυσαρεστῇς
δυσαρεστέω
suffer annoyance
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • κούφιος — α, ο 1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος 2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι») 3. (για ήχο) υπόκωφος 4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο… …   Dictionary of Greek

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέρασμα — το 1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση 2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση 3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • πεντατομίδες — (Pentatomides). Οικογένεια εντόμων που, όταν ενοχληθούν, αφήνουν μια έντονη και άσχημη μυρωδιά, εξαιτίας της οποίας ονομάζονται και βρομούσες. Το σώμα τους μοιάζει με ασπίδα και, ανάμεσα στα φτερά τους, έχουν ένα πλατύ και τριγωνικό τμήμα, που… …   Dictionary of Greek

  • σκατο- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. σκατό και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα περιττώματα, στα κόπρανα (πρβλ. σκατο λογία, σκατό μυγα, σκατο φαγία). Η μορφή χρησιμοποιείται συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • τάγγιση — και τάγκιση, η, Ν [ταγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος τού τροφίμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”